Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoadattàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [adatˈtare] 1 βάζω 2 διασκευάζω 3 εφαρμόζω 4 συνταιριάζω 5 συμμορφώνω 6 συμβιβάζομαι 7 συμφωνώ 8 ταιριάζω 9 αρμόζω 10 διευθετώ 11 διέπω 12 προσαρμόζω 13 ρυθμίζω 14 κανονίζω 15 εξοικειώνω 16 ευθυγραμμίζω 17 τακτοποιώ 18 εναρμονίζω adattàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [adatˈtarsi] προσαρμόζομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |