Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaccozzàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [akkotˈtsare] 1 ανακατώνω 2 ανακατεύω 3 συναρμολογώ βιαστικά 4 φέρνω σε περιστασιακή γνωριμία 5 ρίχνω ανάκατα 6 μαζεύω 7 αθροίζω 8 επισωρεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |