Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaccordàbile
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [akkorˈdabile] 1 συμβιβαστικός 2 που μπορεί να χορηγηθεί 3 επιτρεπτός 4 διευθετήσιμος 5 που μπορεί να κουρντιστεί (μουσική) 6 συγγνωστός 7 συνακόλουθος 8 παραδεκτός 9 εκχωρητέος 10 μεταβιβάσιμος 11 σύμφωνος 12 που μπορεί να συντομευτεί 13 συμβατός 14 συνεπής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |