Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoacciuffàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [atʧufˈfare] 1 πιάνω 2 προσπαθώ να συλλάβω αιφνιδιαστικά 3 αρπάζω απότομα ή βιαστικά 4 βουτώ acciuffarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [atʧufˈfarsi] 1 έρχομαι στα χέρια 2 αρπάζομαι 3 τσακώνομαι 4 μαλλιοτραβιέμαι 5 φιλονικώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |