Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoaccentràre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [atʧenˈtrare] συγκεντρώνω (τις εξουσίες) στο κέντρο accentràrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [atʧenˈtrarsi] 1 μαζεύομαι σε ένα τόπο μαζί με άλλους 2 συσσωρεύω 3 εστιάζομαι 4 κεντράρω 5 συναθροίζομαι 6 συγκεντρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |