Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabortìvo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [aborˈtivo] 1 ανεπιτυχής 2 άκαρπος 3 αποτυχών 4 ο της άμβλωσης 5 ο της έκτρωσης 6 θνησιγενής 7 ο της ματαίωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |