Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabilitàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [abiliˈtare] 1 καθιστώ ικανό 2 αναδεικνύω 3 πιστοποιώ 4 παρέχω νόμιμη άδεια προσόντων abilitàrsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [abiliˈtarsi] 1 καθίσταμαι ικανός 2 παίρνω άδεια 3 πιστοποιούμαι 4 έχω νόμιμη άδεια προσόντων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |