Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbelliménto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [abbelliˈmento] 1 διακόσμηση 2 εμπλουτισμός αφήγησης 3 κόσμημα 4 στολισμός 5 καλλωπισμός 6 εξωραὶσμός 7 εγκαλλώπισμα 8 διάκοσμος 9 ποίκιλμα μουσικό 10 στολίδι 11 μουσικό στολίδι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |