Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoabbacchiatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [abbakkjaˈtura] 1 ρίξιμο κάτω με χτύπημα 2 ράβδισμα των δέντρων για συλλογή καρπών 3 ράβδισμα 4 εποχή συλλογής καρπών από τα δέντρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |