Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υπερφορτωμένος [agg.] υπερώριμος [agg.]
υπερφορτώνομαι [v.] υπερώση [s. femm.]
υπερφορτώνω {υπερφόρτω... υπεύθυνα [avv.]
υπερφόρτωση [s. femm.] υπεύθυνος [agg.]
υπερφυγοκέντρηση [s. femm.] υπευθυνότητα {χωρ. πληθ...
υπερφυής {υπερφυ-ού... υπήκοος {υπηκό-ου ...
υπερφυσικά [avv.] υπηκοότητα {χωρ. πληθ...
υπερφυσικός [agg.] υπήνεμα [avv.]
υπερφυσικότητα [s. femm.] υπήνεμος [agg.]
υπερχειλίζω {υπερχείλι... υπηρεσία {υπηρεσιών...
υπερχείλιση [s. femm.] υπηρεσίες [sost femm. pl.]
υπερχειλισμένος [agg.] υπηρέτης {υπηρετών}
υπερχλωρίδιο [s. nt.] υπηρετικά [avv.]
υπερχλωρυδρία {χωρ. πληθ... υπηρετικός [agg.]
υπερχρονίζω [v.] υπηρέτρια {υπηρετριώ...
υπερψηφίζω {υπερψήφισ... υπηρετριούλα [s. femm.]
υπερψήφιση {-ης κ. -ί... υπηρετώ {υπηρετείς...
υπερώα {δύσχρ. υπ... υπναγωγικός [agg.]
υπερώθηση [s. femm.] υπνάκος {χωρ. πληθ...
υπερωικός [agg.] υπναλέος [agg.]
υπερώιος [agg.] υπνηλία {χωρ. πληθ...
υπερωκεάνιο {υπερωκεαν... υπνοβασία {χωρ. πληθ...
υπερωκεάνιος [agg.] υπνοβάτης {υπνοβατών...
υπερώο [s. nt.] υπνοβάτισσα {υπνοβατισ...
υπερωρία {υπερωριών... υπνοβατώ {υπνοβατεί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: