Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoυπηρεσία
sostantivo femminile 1 servizio, funzione (f) 2 προσωπικό servitù permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiη πυροσβεστική υπηρεσία = corpo αρσ. dei vigili del fuoco || η υπηρεσία διώξεως ναρκωτικών = nucleo αρσ. antidroga || οι υπηρεσίες f. πληροφοριών = servizi αρσ. πλυθ. segreti || η πολιτική υπηρεσία = servizio αρσ. civile Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |