Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σεβασμιότητα {χωρ. πληθ... σεισμικός [agg.]
σεβασμός {χωρ. πληθ... σεισμικότητα {χωρ. πληθ...
σεβαστός [agg.] σεισμογράφημα {σεισμογρα...
Σεβαστούπολη [s. femm.] σεισμογραφία {χωρ. πληθ...
Σεβίλλη [s. femm.] σεισμογραφικός [agg.]
σεβνταλής {σεβνταλήδ... σεισμογράφος [s. masch.]
σεβντάς {σεβντάδες... σεισμολογία {χωρ. πληθ...
σέβομαι {σεβάστηκα... σεισμολογικός [agg.]
σεβρό [s. nt.] σεισμολόγος [s. masch. e femm.]
σέγα {δύσχρ. σε... σεισμόμετρο {σεισμομέτ...
σεζ λόνγκ [s. femm.] σεισμοπαθής {σεισμοπαθ...
σεζόν [s. femm.] σεισμόπληκτος [agg.]
σειέμαι (μόνο στο ... σεισμός [s. masch.]
σεΐζης [s. masch.] σεισμοσκόπιο {σεισμοσκο...
σέικερ [s. nt.] σεϊχάτο [agg.]
σείομαι αόρ. έσεισ... σεΐχης {σεΐχηδες}
σειόμενος [agg.] σείω {έσεισα, σ...
σειρά [s. femm.] σειώ (έσεισα, σ...
σειρήνα [s. femm.] σεκλέτι {σεκλετ-ιο...
σειριά [s. femm.] σεκλετίζω (σεκλε(ν)τ...
σειριακός [agg.] σεκλετισμένος [agg.]
Σείριος [s. masch.] σεκρετέρ [s. nt.]
σεις [pron.] σεκταρισμός {χωρ. πληθ...
σείσιμο [s. nt.] σεκταριστικός [agg.]
σείσμα {σείσμ-ατο... σέλα {σελών}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: