Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoσειρά
sostantivo femminile 1 serie (f) 2 γραμμή fila 3 σελίδας riga permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiποιός έχει σειρά? = a chi tocca? || με τη σειρά = a turno || σε αλφαβητική σειρά = in ordine alfabetico || είναι η σειρά μου = tocca a me Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |