Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μωσαϊκό [s. nt.] νανοειδής [agg.]
μωσαϊκός [agg.] νάνος [s. masch.]
Μωϋσής {-ή κ. (λό... νανουρίζω {νανούρισ-...
να [avv.] νανούρισμα {νανουρίσμ...
να [partic.] νανώδης [agg.]
Ναβάρα [s. femm.] Νάξος [s. femm.]
ναδίρ [s. nt.] ναός [s. masch.]
Ναζαρηνός [s. masch.] ναπολεόντειος [agg.]
ναζί {άκλ.} ο π... Ναπολέων {Ναπολέοντ...
νάζι {χωρ. γεν.... Νάπολι [s. nt.]
νάζια [s. femm.] ναπολιτάνικος [agg.]
ναζιάρα {χωρ. πληθ... Ναπολιτάνος [s. masch.]
ναζιάρης {ναζιάρηδε... ναργιλές [s. masch.]
ναζιάρικα [avv.] νάρθηκας {ναρθήκων}
ναζισμός [s. masch.] ναρκαλιεία {χωρ. πληθ...
ναζιστής [s. masch.] ναρκαλιευτής [s. nt.]
ναζιστικοποιώ [v.] ναρκαλιευτικό [s. nt.]
ναζού {ναζούδες} νάρκη {ναρκών}
ναι [avv.] ναρκισσισμός {χωρ. πληθ...
Ναϊάδα [s. femm.] ναρκισσιστής [s. masch.]
νάιλον [s. nt.] Νάρκισσος [nome pr. masch.]
ναΐσκος [s. masch.] ναρκοθεραπεία {ναρκοθερα...
Ναΐτης [s. masch.] ναρκοθετημένος [agg.]
ναΐφ [agg.] ναρκοθέτης [s. masch.]
νανισμός {χωρ. πληθ... ναρκοθετώ {ναρκοθετε...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: