Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
μωαμεθανικός [agg.] μωροφιλόδοξος [agg.]
μωαμεθανισμός {χωρ. πληθ... μωσαϊκό [s. nt.]
μωαμεθανός [s. masch.] μωσαϊκός [agg.]
μωβ [agg.] Μωϋσής {-ή κ. (λό...
μώλος [s. masch.] να [avv.]
μώλωπας {μωλώπων} να [partic.]
μωλωπίζομαι [v.] Ναβάρα [s. femm.]
μωλωπίζω {μωλώπισ-α... ναδίρ [s. nt.]
μωλώπισμα [s. nt.] Ναζαρηνός [s. masch.]
μωλωπισμένος [agg.] ναζί {άκλ.} ο π...
μώμος [s. masch.] νάζι {χωρ. γεν....
μωραίνω {μώρα-να, ... νάζια [s. femm.]
μωράκι [s. nt.] ναζιάρα {χωρ. πληθ...
μωρία [s. femm.] ναζιάρης {ναζιάρηδε...
μωρό [s. nt.] ναζιάρικα [avv.]
μωρολόγημα {μωρολογήμ... ναζισμός [s. masch.]
μωρολογία [s. femm.] ναζιστής [s. masch.]
μωρολογώ {μωρολογεί... ναζιστικοποιώ [v.]
μωροπιστία [s. femm.] ναζού {ναζούδες}
μωρόπιστος [agg.] ναι [avv.]
μωρός [agg.] Ναϊάδα [s. femm.]
μωρόσοφος [agg.] νάιλον [s. nt.]
μωρότητα [s. femm.] ναΐσκος [s. masch.]
μωρουδάκι [s. nt.] Ναΐτης [s. masch.]
μωρουδιακά [s. nt. pl.] ναΐφ [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: