Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λύσιμο {λυσίμ-ατο... λυσσώδης {λυσσώδ-ου...
λυσίνη [s. femm.] λύτης {λυτών}
Λύσιππος {-ου κ. -ί... λυτός [agg.]
λυσιτελέστατος [agg.] λύτρα [s. nt. pl.]
λυσιτελέστερος [agg.] λύτρια {λυτριών}
λυσιτελής {λυσιτελ-ο... λυτρωθείς [agg.]
λυσοζύμη {χωρ. πληθ... λυτρωμένος [agg.]
λυσόλη [s. femm.] λυτρωμός [s. masch.]
λύσσα {χωρ. πληθ... λυτρώνω {λύτρω-σα,...
λυσσάζω (λύσσ(ι)αξ... λύτρωση [-εις]
λυσσακά [s. nt. pl.] λυτρώσιμος [agg.]
λυσσαλέος [agg.] λυτρωτής [s. masch.]
λυσσάρης θηλ. λυσσα... λυτρωτικός [agg.]
λυσσάρικος [agg.] λυχναράκι [s. nt.]
λυσσασμένος [agg.] λυχνάρι {λυχναρ-ιο...
λυσσιάζω μππ. λυσσα... λυχνία [s. femm.]
λυσσιάρης [agg.] λυχνιόμετρο [s. nt.]
λυσσιάριος [agg.] λυχνιτάριν [s. nt.]
λυσσιατρείο [s. nt.] λύχνος [s. masch.]
λυσσικός [agg.] λυχνοστάτης {λυχνοστατ...
λυσσομανάω [v. trans.] λυχνοψία [s. femm.]
λυσσομανώ {λυσσομανά... λυχτάω prp αλυχτώ...
λυσσώ {λυσσάς...... λύω μπε. λυόμε...
λυσσωδέστατος [agg.] Λυών [nome pr. femm.]
λυσσωδέστερος [agg.] Λωζάνη [nome pr. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: