Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λεύκινος [agg.] λεύκωμα {λευκώμ-ατ...
λευκίτης [s. femm.] λευκωματίνη {χωρ. πληθ...
λευκό [s. nt.] λευκωματούχος [agg.]
λευκοδερμία [s. femm.] λευκωματώδης [agg.]
λευκοκυτταρικός [agg.] Λευκωχιάτης [s. masch.]
λευκοκύτταρο {λευκοκυττ... λευτέρωμα [s. nt.]
λευκοκυττάρωση {-ης κ. -ώ... λευχαιμία {λευχαιμιώ...
λευκοντυμένος [agg.] λευχαιμικός [agg.]
λευκοπλάστ [s. nt.] λεφθός [agg.]
λευκοπλάστης {λευκοπλασ... Λεφίτες [s. masch. pl.]
Λευκοποίηση [s. femm.] λεφτά [s. nt. pl.]
λευκοπυρωμένος [agg.] λεφτάς {λεφτάδες}
λευκοπύρωση {-ης κ. -ώ... λεφτό (μόνο στον...
λευκόρροια {λευκορροι... λεφτότητα [s. femm.]
Λευκορωσίδα [s. femm.] λεφτού {λεφτούδες...
Λευκορώσος [s. masch.] λεφτουδάκια {χωρ. γεν....
λευκός [agg.] λεχθέντα [s. nt. pl.]
λευκοσίδηρος {λευκοσιδή... λεχούσα [s. femm.]
λευκότατος [agg.] λεχρίτης {λεχριτών}
λευκότητα {χωρ. πληθ... λεχώνα {χωρ. γεν....
Λευκουσιάτης [s. masch.] λεχωνιά {χωρ. πληθ...
λευκόφαιος [agg.] λέω ενεστ. λες...
λευκοφορεμένος [agg.] λέων {λέ-οντος,...
λευκοφορώ {λευκοφορε... Λεωνίδας [nome pr. masch.]
λευκόχρυσος [s. masch.] λεωφορειάκι [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: