Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
λειριοειδής [agg.] λειψυδρία {χωρ. πληθ...
λεϊσμανίαση [s. femm.] λειώνω {έλειωσα, ...
λειτούργημα {λειτουργή... λεκάνη {λεκανών}
λειτουργημένος [agg.] λεκανίτσα [s. femm.]
λειτουργία [s. femm.] λεκανοπέδιο {λεκανοπεδ...
λειτουργιά {λειτουργι... λεκές [-έδες]
λειτουργική [s. femm.] λεκιάζω {λέκιασ-α,...
λειτουργικόν [s. nt.] λεκιάζω {λέκιασ-α,...
λειτουργικός [agg.] λέκιασμα [s. nt.]
λειτουργικότητα {χωρ. πληθ... λεκιασμένος [agg.]
λειτουργοιέμαι [v. pass.] λεκιθικός [agg.]
λειτουργός [s. masch. e femm.] λεκιθίνη {χωρ. πληθ...
λειτουργώ {λειτουργε... λέκιθος {λεκίθου |...
λειτουργών [agg.] λεκτικός [agg.]
λειχήνα [s. femm.] λέκτορας {(θηλ. λέκ...
λείχω {μόνο στον... λεκτόρισσα [s. femm.]
λειψά [avv.] λέλεκας [s. masch.]
λείψανα [s. nt. pl.] λελέκι {λελεκ-ιού...
λείψανο {λειψάν-ου... λεληθότως [avv.]
λειψανοθήκη {λειψανοθη... λελογισμένος [agg.]
λείψανον [s. nt.] λεμβοδρομία {λεμβοδρομ...
Λειψία [s. femm.] λέμβος [s. femm.]
λείψιμον [s. nt.] λεμβούχος [s. masch.]
λείψις [s. femm.] λεμές {λεμέδες}
λειψός [agg.] λεμικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: