Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κυβερνημένος [agg.] κύηση {-ης κ. -ή...
κυβέρνηση {-ης κ. -ή... κυκεών [s. masch.]
κυβερνητήριο [s. nt.] κυκεώνας [s. masch.]
κυβερνητική {χωρ. πληθ... Κυκλάδες [sost femm. pl.]
κυβερνητικός [agg.] κυκλαδικός [agg.]
κυβερνία [s. femm.] κυκλαδίτης [s. masch.]
κυβερνώ {κυβερνάς.... κυκλαδίτικος [agg.]
κυβερνών [agg.] Κυ§κλα§δί§τισ§σα [s. femm.]
κυβευτής [s. masch.] κυκλάμινο [s. nt.]
κυβεύω {εκύβευσα} κυκλικά [avv.]
κυβίζω {κύβισ-α, ... κυκλικός [agg.]
κυβικός [agg.] κυκλικότητα [s. femm.]
κυβισμός [s. masch.] κυκλοειδές [agg.]
κυβίστημα {κυβιστήμ-... κυκλοειδής {κυκλοειδ-...
κυβιστής [s. masch.] κυκλοεξάνιο [s. nt.]
κυβίστηση [s. femm.] κυκλοθυμία {χωρ. πληθ...
κυβίστησις [s. femm.] κυκλοθυμικός [agg.]
κυβιστικός [agg.] Κυκλοπαραφίνη [s. femm.]
κυβοειδής {κυβοειδ-ο... κυκλοπροπάνιο [s. nt.]
κύβος [s. masch.] κύκλος [s. masch.]
κυδώνι {κυδων-ιού... κυκλοτερής {κυκλοτερ-...
κυδωνιά [s. femm.] κύκλοτρον [s. nt.]
κυδώνιν [s. nt.] κυκλοφορημένος [agg.]
κυδώνιον [s. nt.] κυκλοφορία {χωρ. πληθ...
κυδωνόπαστα [s. femm.] κυκλοφοριακός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: