Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κρυφομιλάω [v. intr.] κτενίζω [v. trans.]
κρυφομιλώ {κρυφομιλά... Κτενοφόρα [s. nt. pl.]
κρυφός [agg.] κτερίσματα [s. nt. pl.]
κρυ§φό§τα§τος [agg.] κτήμα {κτήμ-ατος...
κρυ§φό§τε§ρος [agg.] κτηματαγορά [s. femm.]
κρυφτό {χωρ. πληθ... κτηματίας {κτηματιών...
κρυφτός [agg.] κτηματικός [agg.]
κρυφτούλι {χωρ. γεν.... κτηματολογικός [agg.]
κρύφω [v. trans.] κτηματολόγιο {κτηματολο...
κρύψιμο [s. nt.] κτηματομεσίτης {κτηματομε...
κρυψίνοια [s. femm.] κτηματομεσιτικός [agg.]
κρυψίνους {κρυψίν-οο... κτηνάνθρωπος {κτηνανθρώ...
κρυψώνα [s. femm.] κτήνη [s. nt. pl.]
κρυψώνας [s. masch.] κτηνιατρείο [s. nt.]
κρύωμα {κρυώμ-ατο... κτηνιατρική [s. femm.]
κρυωμένος [agg.] κτηνιατρικός [agg.]
κρυωντήριον [s. nt.] κτηνίατρος [s. masch. e femm.]
κρυώνω {κρύω-σα, ... κτηνοβασία {κτηνοβασι...
κρυώνω {κρύω-σα, ... κτηνοβάτης [s. masch.]
κρω [v. trans.] κτηνοβάτις [s. femm.]
κρωγμός [s. masch.] κτηνοβάτισσα [s. femm.]
κρώζω {έκρωξα} (... κτηνόμορφος [agg.]
κρώξιμο [s. nt.] κτήνον [s. nt.]
κτενιαίος [agg.] κτήνος {κτήν-ους ...
κτενίζομαι [v. pass.] κτηνοτροφή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: