Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κρυσταλλωμένος [agg.] κρυψίνους {κρυψίν-οο...
κρυσταλλώνω {κρυστάλλω... κρυψώνα [s. femm.]
κρυστάλλωση {-ης κ. -ώ... κρυψώνας [s. masch.]
κρυσταλλωτής [s. masch.] κρύωμα {κρυώμ-ατο...
κρυφά [avv.] κρυωμένος [agg.]
κρυφακούω {κρυφακού-... κρυωντήριον [s. nt.]
κρύφιος [agg.] κρυώνω {κρύω-σα, ...
κρυφο– [pref.] κρυώνω {κρύω-σα, ...
κρυφογελάω [v. intr.] κρω [v. trans.]
κρυφόγελο [s. nt.] κρωγμός [s. masch.]
κρυφογελώ {κρυφογελά... κρώζω {έκρωξα} (...
κρυφοκοιτάω [v. trans e intr.] κρώξιμο [s. nt.]
κρυφοκοιτιέμαι [v. pass.] κτενιαίος [agg.]
κρυφοκοιτώ [-άς] κτενίζομαι [v. pass.]
κρυφομιλάω [v. intr.] κτενίζω [v. trans.]
κρυφομιλώ {κρυφομιλά... Κτενοφόρα [s. nt. pl.]
κρυφός [agg.] κτερίσματα [s. nt. pl.]
κρυ§φό§τα§τος [agg.] κτήμα {κτήμ-ατος...
κρυ§φό§τε§ρος [agg.] κτηματαγορά [s. femm.]
κρυφτό {χωρ. πληθ... κτηματίας {κτηματιών...
κρυφτός [agg.] κτηματικός [agg.]
κρυφτούλι {χωρ. γεν.... κτηματολογικός [agg.]
κρύφω [v. trans.] κτηματολόγιο {κτηματολο...
κρύψιμο [s. nt.] κτηματομεσίτης {κτηματομε...
κρυψίνοια [s. femm.] κτηματομεσιτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: