Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κρεμμυδόφλουδα [s. femm.] κρεσέντο [s. nt.]
κρεμμυδοφύλαξ [s. masch.] κρετινισμός [s. masch.]
κρεμμώ [v. trans e intr.] κρετίνος [s. masch. e femm.]
κρεμνίζω [v.] κρετόν [s. nt.]
κρεμνός [s. masch.] κρευγάζω [v.]
κρεμνώ [-άς, -ά] ... κρημνίζομαι [v. pass.]
κρέμομαι {μόνο σε ε... κρημνίζω {κρήμνισ-α...
κρεμώ {κρεμάς...... κρήμνισμα [s. nt.]
κρένω {εύχρ. σε ... κρημνισμός [s. masch.]
Κρεολή [s. femm.] κρημνό [s. nt.]
κρεολός [agg.] κρημνόν [s. nt.]
Κρεολός [s. masch.] κρημνός [s. masch.]
κρεοπωλείο [s. nt.] κρημνώδης {κρημνώδ-ο...
κρεοπώλης {κρεοπωλών... κρήνη [s. femm.]
κρεοπώλις [s. femm.] κρηπίδα {-ας κ. (λ...
κρεοπώλισσα {κρεοπωλισ... κρηπίδωμα {κρηπιδώμ-...
κρεουργημένος [agg.] κρηπιδωμένος [agg.]
κρεουργώ [-είς, -εί... κρησάρα {χωρ. γεν....
κρεπ [s. nt.] κρησαρίζω {κρησάρισ-...
κρέπα {κρεπών} κρησάρισμα [s. nt.]
κρεπαρισμένος [agg.] κρησαρισμένος [agg.]
κρεπάρω {κρέπ-αρα ... κρησαροκόσκινον [s. nt.]
κρεπάρω {κρέπ-αρα ... κρησφύγετο [s. nt.]
κρέπι {κρεπ-ιού ... Κρήτη [s. femm.]
κρες [s. nt.] κρητίδα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: