Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκρέμομαι
verbo passivo 1 essere appeso, attaccato; pendere στα παράθυρα κρέμονταν βαριές κουρτίνες → alle finestre erano appese tende pesanti | χρυσαφένια πορτοκάλια κρέμονταν από τα κλαδιά → arance dorate pendevano dai rami | μια αράχνη κρεμόταν από το ταβάνι; un ragno pendeva dal soffitto 2 dipendere τριάντα χρονών, κι ακόμα κρέμεται από την οικογένειά του → ha trent'anni, e dipende ancora dalla famiglia | τo μέλλον μού κρέμεται από σένα → il mio futuro dipende da te, è nelle tue mani | κρέμομαι από τα χείλη κάποιου → pendere dalle labbra di qualcuno | η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή → la sua vita è attaccata ad un filo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |