Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κονδυλωμάτωση [s. femm.] κονσέλιον [s. nt.]
κόνδωρ [s. masch.] κονσεπτουαλισμός [s. masch.]
κονιάκ [s. nt.] κονσέρβα {κονσερβών...
κονίαμα {κονιάμ-ατ... κονσερβάρισμα [s. nt.]
κόνιδα [s. femm.] κονσερβαρισμένος [agg.]
κόνικλος {κονίκλ-ου... κονσερβάρω [v.]
κονικλοτροφείο [s. nt.] κονσερβατουάρ [s. nt.]
κονικλοτροφία {χωρ. πληθ... κονσέρβες [sost femm. pl.]
κονιοποιημένος [agg.] κονσερβοκούτι {κονσερβοκ...
κονιοποίηση {-ης κ. -ή... κονσερβοποιείο [s. nt.]
κονιοποιώ {κονιοποιε... κονσερβοποιημένος [agg.]
κονιορτοβριθής {κονιορτοβ... κονσερβοποίηση {-ης κ. -ή...
κονιορτοποιημένος [agg.] κονσερβοποιία {χωρ. πληθ...
κονιορτοποίηση [s. femm.] κονσερτάντε [s. nt.]
κονιορτοποιήσιμος [agg.] κονσερτάτο [s. nt.]
κονιορτοποιώ {κονιορτοπ... κονσερτίνο [s. nt.]
κονιορτός {χωρ. πληθ... κονσέρτο [s. nt.]
κονισαλέος [agg.] κονσόλα {χωρ. γεν....
κονίστρα {κονίστρων... κόνσολος [s. masch.]
κονκάρδα {χωρ. γεν.... κονσομασιόν [s. femm.]
κονκλάβιο {κονκλαβί-... κονσοματρίς [s. femm.]
κονκορδάτο [s. nt.] κονσομέ [s. nt.]
κόνξα {χωρ. γεν.... κονσόρτσιουμ [s. nt.]
κονόμα {χωρ. γεν.... κοντά {κοντύτερα...
κονομημένος [agg.] κοντάδον [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: