Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κολάζω {κόλασ-α, ... κολαφίζω [v.]
κολάι [s. nt.] κόλαφος {κόλαφων}
κόλακας {κολάκων} κολέγας [s. masch.]
κολακεία {κολακειών... κολεγιά [s. femm.]
κολακείες [sost femm. pl.] κολεγιακός [agg.]
κολακεύομαι [v. pass.] κολέγιο {κολεγί-ου...
κολακευτικός [agg.] κολεγιόπαιδο [s. nt.]
κο§λα§κευ§τι§κό§τα§τος [agg.] κολέγχυμα [s. nt.]
κο§λα§κευ§τι§κό§τε§ρος [agg.] κολεκτίβα {χωρ. γεν....
κο§λα§κευ§τι§κώ§τα§τος [agg.] κολεκτιβισμός [s. masch.]
κο§λα§κευ§τι§κώ§τε§ρος [agg.] κολεκτιβιστικός [agg.]
κολακεύω {κολάκ-εψα... κολεκτιβοποίηση {-ης κ. -ή...
κολακεύων [agg.] κολέντα [s. femm.]
κολάκιον [s. nt.] κολεξιόν [s. femm.]
κολάν [s. nt.] κολεοειδής [agg.]
κολαντρίζω [v. trans.] Kολεόπτερα [s. nt. pl.]
κολάντρισμα [s. nt.] κολεόπτερο {κολεοπτέρ...
κολάρο [s. nt.] κολεός [s. masch.]
κόλαση {-ης κ. -ά... κολεοσπασμός [s. masch.]
κολάσιμος [agg.] κολίανδρον [s. nt.]
κολασμένος [agg.] κολίγας [s. masch.]
κολασμός [s. masch.] κολιγιά [s. femm.]
κολαστήριο {κολαστηρί... κολίγος [s. masch.]
κολατσίζω {κολάτσισα... κολιέ [s. masch.]
κολατσιό [s. nt.] κολιέ [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: