Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κοινωνιολόγος [s. masch. e femm.] κοκαΐνη [s. femm.]
κοινωνιομετρία [s. femm.] κοκαϊνισμός [s. masch.]
κοινωνιομετρικός [agg.] κοκαϊνομανής [agg.]
κοινωνός [s. masch. e femm.] κοκαϊνομανής [s. masch.]
κοινωνώ [-είς, -εί... κοκαϊνομανία [s. femm.]
κοινωνώ [-είς, -εί... κοκαλένιος -α -ο
κοινώς [avv.] κοκαλιάρης [agg.]
κοι§νω§φε§λέ§στα§τος [agg.] κοκαλιάρικος [agg.]
κοι§νω§φε§λέ§στε§ρος [agg.] κοκαλιασμένος [agg.]
κοινωφελής [agg.] κοκάλινος [agg.]
κοίτα [int.] κόκαλο [s. nt.]
κοίταγμα [s. nt.] κοκαλωμένος [agg.]
κοιταγμένος [agg.] κοκαλώνω μππ. κοκαλ...
κοιτάζομαι [v. pass.] κοκέτα [s. femm.]
κοιτάζω (κοίτ-αξα,... κοκεταρία {χωρ. πληθ...
κοίτασμα {κοιτάσμ-α... κοκεταρίζομαι [v. pass.]
κοιτάτε [int.] κοκέτης {κοκέτηδες...
κοιταω μππ. κοιτα... κοκίτης [s. masch.]
κοίτη {κοιτών} κοκκίν [s. nt.]
κοιτίδα [s. femm.] κοκκινάδα {χωρ. γεν....
κοίτομαι [v. pass.] κοκκινάδι [s. nt.]
κοιτώ μππ. κοιτα... κοκκινάμορφος [agg.]
κοιτώνας [s. masch.] κοκκινέλι {χωρ. γεν....
κοκ [s. nt.] κοκκινίζω {κοκκίνισ-...
κόκα [s. femm.] κοκκινίζω {κοκκίνισ-...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: