Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κοινόβιο {κοινοβί-ο... κοινόχρηστος [agg.]
κοινοβουλευτικός [agg.] κοινωνία {κοινωνιών...
κοινοβουλευτισμός [s. masch.] κοινωνικά [s. nt. pl.]
κοινοβούλιο [s. nt.] κοινωνικοεκπαιδευτικός [agg.]
κοινοκτημοσύνη {χωρ. πληθ... κοινωνικοοικονομικός [agg.]
κοινολογημένος [agg.] κοινωνικοποιημένος [agg.]
κοινολόγηση [s. femm.] κοινωνικοποίηση {-ης κ. -ή...
κοινολογώ {κοινολογε... κοινωνικοποιώ [-είς, -εί...
κοινοποιημένος [agg.] κοινωνικοπολιτικός [agg.]
κοινοποίηση {-ης κ. -ή... κοινωνικός [agg.]
κοινοποιώ {κοινοποιε... κοι§νω§νι§κό§τα§τος [agg.]
κοινοπολιτεία {κοινοπολι... κοι§νω§νι§κό§τε§ρος [agg.]
κοινοπραξία {κοινοπραξ... κοινωνικότητα [s. femm.]
κοινός [agg.] κοινωνικοψυχολογικός [agg.]
κοινοτάρχης {κοινοταρχ... κοι§νω§νι§κώ§τα§τος [agg.]
κοινοτάρχισσα [s. femm.] κοι§νω§νι§κώ§τε§ρος [agg.]
κοι§νό§τα§τος [agg.] κοινωνιοβιολογία [s. femm.]
κοι§νό§τε§ρος [agg.] κοινωνιοβιολογικός [agg.]
κοινότητα {κοινοτήτω... Κοινωνιοβιολόγος [s. masch.]
κοινοτικός [agg.] κοινωνιογλωσσολογία {χωρ. πληθ...
κοινοτοπία {κοινοτοπι... κοινωνιογλωσσολογικός [agg.]
κοινοτοπίες [sost femm. pl.] κοινωνιόγραμμα {κοινωνιογ...
κοινότοπος [agg.] κοινωνιο–δυναμικός [agg.]
κοινότυπος [s. masch.] κοινωνιολογία [s. femm.]
κοινόχρηστα {κοινοχρήσ... κοινωνιολογικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: