Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κλίμαξ [s. nt.] κλισίμετρο [s. nt.]
κλιματίζω [v.] κλισιόμετρο [s. nt.]
κλιματικός [agg.] κλισιοσκόπιο {-ίου | -ί...
κλιματισμός {χωρ. πληθ... κλιτικός [agg.]
κλιματιστικός [agg.] κλιτός [agg.]
κλιματολογία {χωρ. πληθ... κλίτος {κλίτ-ους ...
κλιματολογικός [agg.] κλιτότη [s. femm.]
κλιμένος [agg.] κλιτύς {κλιτ-ύος,...
κλινάμαξα {κλιναμαξώ... κλι§ω [v. trans e intr.]
κλινάρι {κλιναρ-ιο... κλοιός [s. masch.]
κλίνη {κλινών} κλομπ [s. nt.]
κλινήρης {κλινήρ-ου... κλομπς [s. nt.]
κλινικά [avv.] κλονίζομαι [v. pass.]
κλινική [s. femm.] κλονιζόμενος [agg.]
κλινικός [agg.] κλονίζω {κλόνισ-α,...
κλινοσκέπασμα {κλινοσκεπ... κλονισμένος [agg.]
κλινοσκεπάσματα [s. nt. pl.] κλονισμός {χωρ. πληθ...
κλίνω {παρατ. κ.... κλονοκοπώ [v.]
κλίνω {παρατ. κ.... κλόουν [s. masch.]
κλίνων [agg.] κλοπή [s. femm.]
κλιόντα [agg.] κλοπιμαία [s. nt. pl.]
κλιπ [s. nt.] κλορονόμος [s. masch.]
κλίριγκ [s. nt.] κλοτσά [s. femm.]
κλισέ [s. nt.] κλοτσάρης [s. masch.]
κλίση {-ης κ. -ε... κλοτσάτον [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: