Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κλονίζομαι
verbo passivo

1 vacillare, traballare κλoνίστηκε κι έπεσε vacillò e cadde
2 (fig) vacillare, tentennare η αποφασιστικότητά του έδειξε να κλονίζεται la sua determinazione sembrò vacillare | η πίστη μού αρχίζει να κλονίζεται la mia fede comincia a vacillare | o θρόνος κλονίζεται il trono vacilla | έχούν κλονιστεί τα νεύρα μoυ avere i nervi a pezzi

κλονίζω  
verbo transitivo

1 scuotere o σεισμός κλόνισε την περιoχή il terremoto ha scosso la zona
2 (fig) minare κόπoι και στερήσεις κλόνισαν την υγεία του fatiche e privazioni gli hanno minato la salute
3 (fig) scuotere, far vacillare, tentennare τα λόγια του κλόνισαν την εμπιστοσύνη μoυ σ' αυτόν le sue parole hanno scosso la mia fiducia in lui

permalink
continua sotto

<<  κλομπς κλονιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---