Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κιγκλιδώνω (κιγκλίδωσ... κινάλι [s. nt.]
κιγχονίνη [s. femm.] κινδυνεύω {κινδύνεψα...
κίδυνος [s. masch.] κινδυνεύω {κινδύνεψα...
κιθάρα {δύσχρ. κι... κινδυνεύων [agg.]
κιθαρίστας [s. masch.] κινδυνολογία {κινδυνολο...
κιθαριστής {κιθαριστρ... κινδυνολόγος [s. masch. e femm.]
κιθαρίστρια {κιθαριστρ... κινδυνολογώ {κινδυνολο...
κικιρίκου [int.] κίνδυνος {κινδύν-ου...
κιλίμι {κιλιμ-ιού... κίνδυνος! [int.]
κιλλίβαντας {κιλλιβάντ... κινδυνώδης {κινδυνώδ-...
κιλό [s. nt.] Κινέζα [s. femm.]
κιλοβάτ [s. nt.] κινέζικος, (raro) κινεζικός [agg.]
κιλοβατώρα {δύσχρ. κι... κινεζοποίηση [s. femm.]
κιλόν [s. nt.] Κινέζος [s. masch.]
κιλότα {κιλοτών} κίνημα {κινήμ-ατο...
κιλοτάκι [s. nt.] κινηματίας {κινηματιώ...
κιμάς {κιμάδες} ... κινηματική [s. femm.]
κιμονό [s. nt.] κινηματικός [agg.]
κιμπάρισσα {χωρ. γεν.... κινηματογραφημένος [agg.]
κιμπούτς [s. nt.] κινηματογράφηση {-ης κ. -ή...
κιμωλία {κιμωλιών} κινηματογραφία {χωρ. πληθ...
Κίνα [s. femm.] κινηματογραφικός [agg.]
κίναιδος [s. masch.] κινηματογραφιστής [s. masch.]
κιναισθησία {χωρ. πληθ... κινηματογραφίστρια [s. femm.]
κιναισθητικός [agg.] κινηματογράφος, (popolare) κινηματόγραφος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: