Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καφές {καφέδες} κάψα {2} {χωρ. γεν....
καφετερία {καφετεριώ... καψαλίζω {καψάλισ-α...
καφετέρια {καφετεριώ... καψάλισμα [s. nt.]
καφετζής {καφετζήδε... καψαλισμένος [agg.]
καφετζού {καφετζούδ... καψερός [agg.]
καφετής [agg.] κάψιμο {καψίμ-ατο...
καφετί [s. nt.] κάψις [s. femm.]
καφετιέρα {χωρ. γεν.... καψόνι [s. nt.]
καφίζιν [s. nt.] καψούλα [s. femm.]
καφρίλα {χωρ. πληθ... κάψουλα {χωρ. γεν....
κάφρος [s. masch. e femm.] καψούλι {καψουλ-ιο...
καφτάνι {καφταν-ιο... καψωμένος [agg.]
κάφτω [v. trans e intr.] καψώνι {καψων-ιού...
καφωδείο [s. nt.] καψώνω {κάψω-σα, ...
καχεκτικός [agg.] κβάζαρ [s. nt.]
κα§χεκ§τι§κό§τα§τος [agg.] κβάντα [s. nt. pl.]
κα§χεκ§τι§κό§τε§ρος [agg.] κβαντικοποίηση [s. femm.]
καχεκτικότητα [s. femm.] Κβαντικοποιώ [v.]
κα§χεκ§τι§κώ§τα§τος [agg.] κβαντικός [agg.]
κα§χεκ§τι§κώ§τε§ρος [agg.] Κβαντιστής [agg.]
καχεξία {χωρ. πληθ... κβάντο [s. nt.]
καχύποπτα [avv.] κβαντομηχανική [s. femm.]
καχύποπτος [agg.] κεβεντίζω [v.]
καχυποψία {καχυποψιώ... κέδρο [s. nt.]
κάψα {1} {χωρ. γεν.... κέδρος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: