Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καταπράϋνση [-εις] καταριθμημένος [agg.]
καταπραϋντικό [s. nt.] καταριθμώ {καταριθμε...
καταπραϋντικός [agg.] καταρίτιον [s. nt.]
καταπραΰνω {καταπράυν... καταρούμαι [v. pass.]
καταπροδίνομαι [v. pass.] καταρράκτης {καταρρακτ...
καταπροδίνω (καταπρόδ-... καταρρακτώδης {καταρρακτ...
καταπρόσωπα [avv.] καταρρακτωδώς [avv.]
καταπρόσωπο [avv.] καταρρακωμένος [agg.]
καταπτοημένος [agg.] καταρρακώνω {καταρράκω...
καταπτόηση [s. femm.] καταρράκωση {-ης κ. -ώ...
καταπτοώ {καταπτοεί... καταρράχτης [s. masch.]
κατάπτυστος [agg.] κατάρρευση {-ης κ. -ε...
κατάπτωση {-ης κ. -ώ... καταρρέω {κατέρρευσ...
καταπώς [avv.] καταρρέων [agg.]
κατάρα {χωρ. γεν.... καταρρίπτω {κατέρριψα...
κατάρα! [int.] κατάρριψη [s. femm.]
καταραμένος [agg.] καταρροή [s. femm.]
καταραμένος [s. masch.] καταρροϊκός [s. masch.]
κατάρατος [agg.] κατάρρους {κατάρρ-ου...
καταράχι {καταραχ-ι... κατάρτι {καταρτ-ιο...
καταργημένος [agg.] καταρτίζω {κατάρτισ-...
κατάργηση {-ης κ. -ή... κατάρτιση {-ης κ. -ί...
καταργώ {καταργείς... καταρτισμένος [agg.]
καταρδινιάζω [v.] καταρτισμός [s. masch.]
καταριέμαι μππ. καταρ... κατάρχης [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: