Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καταμετρημένος [agg.] καταναλίσκω (μόνο στο ...
καταμέτρηση [-εις] καταναλωθείς [agg.]
καταμετρητής {καταμετρη... καταναλωμένος [agg.]
καταμετρήτρια {καταμετρη... καταναλώνω {κατανάλω-...
καταμετρούμαι [v. pass.] κατανάλωση {-ης κ. -ώ...
καταμετρώ {καταμετρ-... καταναλώσιμος [agg.]
καταμετρώμαι [v. pass.] καταναλωτές [sost femm. pl.]
καταμέφομαι [v. pass.] καταναλωτής {-ή κ. -ού...
καταμήνυση [s. femm.] καταναλωτικός [agg.]
κατάμματα [avv.] καταναλωτισμός [s. masch.]
καταμόναχος [agg.] καταναλώτρια {καταναλωτ...
κατάμονος [agg.] κατανεμημένος [agg.]
καταμοσχευμένος [agg.] κατανεμητέος [agg.]
καταμόσχευση {-ης κ. -ε... κατανέμω {κατένειμα...
καταμοσχεύω [v. trans.] Κατάνηδες [sost femm. pl.]
καταμουσκεμένος [agg.] κατανικημένος [agg.]
καταμουτζώνω [v.] κατανικώ {κατανικάς...
κατάμουτρα [avv.] κατανικώμαι [v. pass.]
καταμποδίζω [v.] κατανόηση {-ης κ. -ή...
καταμπολώ [v.] κατανοήσιμος [agg.]
καταμποντίζω [v. trans.] κατανοητός [agg.]
καταναγκάζω {κατανάγκα... κατανομή [s. femm.]
καταναγκασμένος [agg.] κατανοώ {κατανοείς...
καταναγκασμός [s. masch.] καταντάω μππ. καταν...
καταναγκαστικός [agg.] κατάντημα {καταντήμα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: