Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαταναλωτικός
aggettivo di consumo καταναλωτικά αγαθά → beni di consumo | καταναλωτική κοινωνία → società dei consumi | το καταναλωτικό κoινό → i consumatori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |