Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κατάλευκος [agg.] κατάλογος {καταλόγ-ο...
καταλήγω {κατέληξα}... κατάλογος [s. nt.]
καταληκτικός [agg.] κατάλοιπο [s. nt.]
κατάληξη {-ης κ. -ή... κατάλοιπος [agg.]
καταληπτικός [agg.] κατάλυμα {καταλύμ-α...
καταληπτός [agg.] καταλυμένος [agg.]
καταλήστευση [s. femm.] καταλυπημένος [agg.]
καταληστεύω [v. trans.] καταλυπώ {καταλυπεί...
κατάληψη {-ης κ. -ή... κατάλυση {-ης κ. -ύ...
καταληψία {καταληψιώ... καταλύτης {καταλυτών...
καταληψίας {καταληψιώ... καταλυτής [s. masch.]
καταλλάι [s. nt.] καταλυτικός [agg.]
κατάλλαμαν [s. nt.] καταλύω {κατέλυσα,...
κατάλληλα [avv.] καταμαγούλα [s. femm.]
κατάλληλος [agg.] καταμάγουλον [s. nt.]
κα§ταλ§λη§λό§τα§τος [agg.] καταμαράν [s. nt.]
κα§ταλ§λη§λό§τε§ρος [agg.] καταμαρτυρώ {καταμαρτυ...
κα§ταλ§λη§λό§τε§ρος [agg.] κατάματα [avv.]
καταλληλότητα [s. femm.] καταματωμένος [agg.]
καταλλήλως [avv.] καταμαυρισμένος [agg.]
καταλογάδην [avv.] κατάμαυρος [agg.]
καταλογίζω {καταλόγισ... καταμερίζω (καταμέρ-ι...
καταλογισμένος [agg.] καταμερισμένος [agg.]
καταλογισμός [s. masch.] καταμερισμός [s. masch.]
καταλογιστέος [agg.] καταμεσήμερο {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: