Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


κατάλληλος  
aggettivo

adatto, idoneo, adeguato, appropriato, conveniente βρήκαμε τον κατάλληλο χώρο για την εκδήλωση abbiamo trovato il posto adatto per la manifestazione | o καιρός δεν είναι κατάλληλος για εκδρομή non è il tempo adatto per fare una gita | ένδυμα κατάλληλο για την περίσταση un vestito appropriato alla circostanza | o κατάλληλος άνθρωπoς στην κατάλληλη θέση l'uomo giusto al posto giusto

κα§ταλ§λη§λό§τε§ρος
aggettivo

comparativo di κατάλληλος

permalink
continua sotto

<<  κατάλληλα κα§ταλ§λη§λό§τα§τος  >>

Locuzioni, modi di dire, esempi


η κατάλληλη στιγμή = momento αρσ. adatto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Sfoglia il dizionario a partire da:

---CACHE---