Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κασόνα [s. femm.] κάστορας {καστόρων}
κασόνι {κασον-ιού... καστορέλαιο {καστορελα...
κάσσα [s. femm.] καστόρι {καστορ-ιο...
Κασσάνδρα [nome pr. femm.] καστόρινος [agg.]
κασσιτερίτης [s. femm.] κάστρο [s. nt.]
κασσίτερος {κασσιτέρο... κατ'ακολουθίαν [avv.]
κασσιτερούχος [agg.] κατ'αρχάς, καταρχάς [avv.]
κασσιτερώνω {κασσιτέρω... κατ'αρχήν, καταρχήν [avv.]
κασσιτέρωση [s. femm.] κατ'επέκταση [avv.]
κασσιτερωτής [s. masch.] κατ'επιλογή [avv.]
κάστα {δύσχρ. κα... κατ'ευθείαν, κατευθείαν [avv.]
καστανάς {καστανάδε... κατά [prep.]
καστανή [s. femm.] κατά [s. nt.]
καστανιά [s. femm.] κατα– [pref.]
καστανιέτα {καστανιέτ... κατάβαθα [s. nt. pl.]
καστανιέτες [sost femm. pl.] κατάβαθα [avv.]
κάστανο [s. nt.] καταβαίνω [v.]
καστανοκόκκινος [agg.] καταβάλλομαι [v. pass.]
καστανόξανθος [agg.] καταβαλλόμενος [agg.]
καστανός [agg.] καταβάλλω {κατέβαλα,...
καστανός [s. masch.] καταβαραθρωμένος [agg.]
καστανόχρωμος [agg.] καταβαραθρώνομαι [v. pass.]
καστανόχωμα {καστανοχώ... καταβαραθρώνω {καταβαράθ...
Κα§στι§λιά§νη [s. femm.] καταβαράθρωση {-ης κ. -ώ...
Κα§στι§λιά§νος [s. masch.] κατάβαση {-ης κ. -ά...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: