Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κακοψημένος [agg.] καλαϊσμένος [agg.]
κακοψύχι [s. nt.] καλαϊτζής {καλαϊτζήδ...
κακόψυχος [agg.] καλακούω {καλάκουσα...
Κακτοειδή {κακτοειδ-... καλακούω {καλάκουσα...
κάκτος [s. masch.] καλαμάκι {χωρ. γεν....
κακώς [avv.] καλαμαράκι {χωρ. γεν....
κάκωση {-ης κ. -ώ... καλαμαράς {καλαμαράδ...
καλά {καλύτερα ... καλαμάρι {καλαμαρ-ι...
καλά! [int.] Kαλαματιανή [s. femm.]
καλάθα [s. femm.] καλαματιανός [agg.]
καλαθάκι [s. nt.] Kαλαματιανός [s. masch.]
καλαθάς {καλαθάδες... καλάμι {καλαμ-ιού...
καλάθι {καλαθ-ιού... καλαμιά [s. femm.]
καλαθιά [s. femm.] καλαμίνα [s. femm.]
καλαθιασμένος [agg.] καλαμισμένος [agg.]
καλαθοποιός [s. masch. e femm.] καλαμιώνας [s. masch.]
καλαθόσφαιρα [s. femm.] καλαμοσίταρο [s. nt.]
καλαθοσφαίριση {-ης κ. -ί... καλαμπαλίκι {χωρ. γεν....
καλαθοσφαιριστής [s. masch.] καλαμποκάλευρο [s. nt.]
καλαθοσφαιρίστρια [s. femm.] καλαμποκέλαιο {-ου κ. -α...
καλάι {χωρ. πληθ... καλαμποκένιος [agg.]
καλαΐζω {καλάισ-α,... καλαμπόκι {καλαμποκ-...
καλαισθησία {χωρ. πληθ... καλαμποκίσιος [agg.]
καλαίσθητος [agg.] καλαμπούρι {χωρ. γεν....
καλάισμα [s. nt.] καλαμπουρίζω {καλαμπούρ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: