Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καθοδηγήτρια {καθοδηγητ... καθομολογώ {καθομολογ...
καθοδηγούμενος [agg.] καθορίζω {καθόρισ-α...
καθοδηγούσα [s. femm.] καθορίζων [agg.]
καθοδηγώ {καθοδηγεί... καθορίσιμος [agg.]
καθοδικός [agg.] καθορισμένος [agg.]
κάθοδος {καθόδ-ου ... καθορισμός [s. masch.]
καθολικά [avv.] καθοριστικός [agg.]
καθολίκευση [s. femm.] κα§θο§ρι§στι§κό§τα§τος [agg.]
καθολικεύω {καθολίκευ... κα§θο§ρι§στι§κό§τε§ρος [agg.]
καθολικισμός [s. masch.] κα§θο§ρι§στι§κώ§τα§τος [agg.]
καθολικό [s. nt.] κα§θο§ρι§στι§κώ§τε§ρος [agg.]
καθολικός [agg.] καθοσιωμένος [agg.]
κα§θο§λι§κό§τα§τος [agg.] καθοσιώνω {καθοσίω-σ...
κα§θο§λι§κό§τε§ρος [agg.] καθοσίωση {-ης κ. -ώ...
καθολικότητα [s. femm.] καθόσον [cong.]
κα§θο§λι§κώ§τα§τος [agg.] καθότι [cong.]
κα§θο§λι§κώ§τε§ρος [agg.] καθρεφτάκι {χωρ. γεν....
καθολοκληρίαν [prep.] καθρέφτης {καθρεφτών...
καθόλου [avv.] καθρεφτίζομαι [v. pass.]
καθόλου! [int.] καθρεφτίζω {καθρέφτισ...
κάθομαι {μτχ. ενεσ... καθρέφτισμα [s. nt.]
καθομιλουμένη [s. femm.] καθυβρίζω {καθύβρισ-...
καθομιλούμενος [agg.] καθυγραίνω {καθύγραν-...
καθομολόγηση {-ης κ. -ή... κάθυγρος [agg.]
καθομολογία [s. femm.] καθυποβάλλω {καθυπέβαλ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: