Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καθέτως [avv.] καθησυχαστικός [agg.]
καθεύδω {μόνο στον... κάθιδρος [agg.]
καθηγεσία {καθηγεσιώ... καθιδρυμένος [agg.]
καθηγητής {-η κ. (λό... καθίδρυση [s. femm.]
καθηγητικός [agg.] καθιδρύω {καθίδρυ-σ...
καθηγήτρια {καθηγητρι... καθιερωμένος [agg.]
καθηγούμαι [-είσαι, -... καθιερώνω {καθιέρω-σ...
καθήκον {καθήκ-οντ... καθιέρωση {-ης κ. -ώ...
καθηλωμένος [agg.] καθιζάνω {μόνο στον...
καθηλώνομαι [v. pass.] καθίζηση {-ης κ. -ή...
καθηλώνω {καθήλω-σα... καθίζω {κάθισ-α, ...
καθήλωση [s. femm.] καθικέτευση [s. femm.]
καθημαγμένος [agg.] καθικετεύω {καθικέτευ...
κάθημαι [v. pass.] καθίκης [s. masch.]
καθήμενος [agg.] καθίκι [s. nt.]
καθημερινά [s. nt. pl.] καθίκι! [int.]
καθημερινά [avv.] καθισιά [s. femm.]
καθημερινή [s. femm.] καθισιό {χωρ. πληθ...
καθημερινός [agg.] κάθισμα {καθίσμ-ατ...
καθημερινότητα {χωρ. πληθ... καθίσματα [s. nt. pl.]
καθησυχάζομαι [v. pass.] καθισμένος [agg.]
καθησυχάζω {καθησύχασ... καθίσταμαι (κατέστην)
καθησυχάζω {καθησύχασ... καθίστε! [int.]
καθησύχαση [s. femm.] καθιστικό [s. nt.]
καθησυχασμός [s. masch.] καθιστικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: