Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoκαθημερινός
aggettivo καθημερινός agg quotidiano, giornaliero η καθημερινή ζωή → la vita quotidiana οι καθημερινές δουλειές του σπιτιού → le faccende di casa d' ogni giorno οι καθημερινές εφημερίδες → i quotidiani permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |