Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
κα§ημένος [agg.] καθάριος [agg.]
κα§ημενούλης [agg.] καθαριότης [s. femm.]
κα§ημός [s. masch.] καθαριότητα {χωρ. πληθ...
καθ'ολοκληρία [avv.] καθάρισις [s. femm.]
κάθα [pron.] καθάρισμα {καθαρίσμ-...
καθαγιάζω {καθαγίασ-... καθαρισμένος [agg.]
καθαγίαση [s. femm.] καθαρισμός [s. masch.]
καθαγιασμένος [agg.] καθαριστήριο {καθαριστη...
καθαγιασμός [s. masch.] καθαριστής [s. masch.]
καθαγνισμένος [agg.] καθαριστικό [s. nt.]
καθαγνισμός [s. masch.] καθαριστικός [agg.]
καθαείς [pron.] καθαρίστρια {καθαριστρ...
καθαίρεση {-ης κ. -έ... κάθαρμα {καθάρμ-ατ...
καθαίρομαι σπάν. αόρ.... καθαρμός [s. masch.]
καθαιρώ {καθαιρείς... καθαρό [s. nt.]
καθαιρών [agg.] καθαρόαιμος [agg.]
καθακιαμιά [pron.] καθαρογραμμένος [agg.]
καθαλγώ [v.] καθαρογράφομαι αόρ. καθαρ...
κάθαν [pron.] καθαρογραφούμαι [v. pass.]
καθαρά [avv.] καθαρογραφώ {καθαρόγρα...
καθαρεύουσα {χωρ. πληθ... καθαρολογία {καθαρολογ...
καθαρευουσιάνα {χωρ. γεν.... καθαρολογικός [agg.]
καθαρευουσιάνος [s. masch.] καθαρολόγος [agg.]
καθαρίζω {καθάρισ-α... καθαρός [agg.]
καθαρίζω {καθάρισ-α... κα§θα§ρό§τα§τος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: