Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
καζανάκι {χωρ. γεν.... καθαγνισμός [s. masch.]
καζάνι {καζαν-ιού... καθαείς [pron.]
καζανιασμένος [agg.] καθαίρεση {-ης κ. -έ...
καζανόβας {χωρ. γεν.... καθαίρομαι σπάν. αόρ....
καζάντι [s. nt.] καθαιρώ {καθαιρείς...
καζαντίζω {καζάντισ-... καθαιρών [agg.]
καζαντισμένος [agg.] καθακιαμιά [pron.]
καζάρμα {χωρ. γεν.... καθαλγώ [v.]
καζεΐνη {καζεϊνών} κάθαν [pron.]
κάζι [avv.] καθαρά [avv.]
καζίκι {καζικιού ... καθαρεύουσα {χωρ. πληθ...
καζίνο [s. nt.] καθαρευουσιάνα {χωρ. γεν....
κάζο {χωρ. πληθ... καθαρευουσιάνος [s. masch.]
καζούρα {χωρ. γεν.... καθαρίζω {καθάρισ-α...
κάημα [s. nt.] καθαρίζω {καθάρισ-α...
κα§ημένος [agg.] καθάριος [agg.]
κα§ημενούλης [agg.] καθαριότης [s. femm.]
κα§ημός [s. masch.] καθαριότητα {χωρ. πληθ...
καθ'ολοκληρία [avv.] καθάρισις [s. femm.]
κάθα [pron.] καθάρισμα {καθαρίσμ-...
καθαγιάζω {καθαγίασ-... καθαρισμένος [agg.]
καθαγίαση [s. femm.] καθαρισμός [s. masch.]
καθαγιασμένος [agg.] καθαριστήριο {καθαριστη...
καθαγιασμός [s. masch.] καθαριστής [s. masch.]
καθαγνισμένος [agg.] καθαριστικό [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: