Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ιδίως [avv.] ιδρύς [s. masch.]
ιδιωτεία {χωρ. πληθ... ίδρυση {-ης κ. -ύ...
ιδιωτεύω [v. intr.] ιδρυτής [s. masch.]
ιδιώτης {ιδιωτών} ιδρυτικός [agg.]
ιδιωτικά [avv.] ιδρύτρια {ιδρυτριών...
ιδιωτικοποιημένος [agg.] ιδρύω [v. trans.]
ιδιωτικοποίηση {-ης κ. -ή... ίδρωμα [s. nt.]
ιδιωτικοποιώ [v. trans.] ιδρωμένος [agg.]
ιδιωτικός [agg.] ιδρώνω [v. intr.]
ιδιωτισμός [s. masch.] ιδρώνω [v. trans.]
ιδιωφελής [agg.] ίδρωση [s. femm.]
ιδόντα [agg.] ιδρώτα [s. femm.]
ιδού [avv.] ιδρωτάρι {ιδρωταρ-ι...
ιδρέινος [agg.] ίδρωτας [s. masch.]
ιδροκόπημα {ιδροκοπήμ... ιδρώτας [s. masch.]
ιδροκοπημένος [agg.] ιδρωτικός [agg.]
ιδροκόπι [s. nt.] ιδρωτίλα {χωρ. πληθ...
ιδροκοπώ [v. intr.] ιδρωτοποιία [s. femm.]
ιδρός [s. masch.] ιδρωτοποιός [agg.]
ίδρος [s. masch.] ιδυό [agg. num. card.]
ιδρυθείς [agg.] ιδωμένος [agg.]
ίδρυμα {ιδρύμ-ατο... ιεράκι [s. nt.]
ιδρυματικός [agg.] ιερακοτροφείο [s. nt.]
ιδρυματοποίηση {-ης κ. -ή... ιερακοτροφία [s. femm.]
ιδρυματοποιώ [v. trans.] ιερακοτρόφος [s. masch. e femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: