Greco moderno - Italiano
Vai al dizionario italiano-grecoιδιωτικός
aggettivo 1 privato ιδιωτικό σχολείο → scuola privata ιδιωτικός ντεντέκτιβ → investigatore privato 2 personale, privato αυτή είναι ιδιωτική υπόθεση → questa è una questione personale | ιδιωτική ζωή → vita privata permalink
Locuzioni, modi di dire, esempiο ιδιωτικός αστυνομικός = investigatore αρσ. privato || το ιδιωτικό σχολείο = scuola θηλ. privata Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |