Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Ιγνάτιος {-ου κ. -ί... ιδεόγραμμα {ιδεογράμμ...
ιγονικόν [s. nt.] ιδεογράμματα [s. nt. pl.]
ιγονικός [agg.] ιδεογραφία [s. femm.]
Ιγουδαίος [s. masch.] ιδεογραφικός [agg.]
ιδαλγός [s. masch.] ιδεοκρατία {χωρ. πληθ...
ιδανικά [avv.] ιδεοκρατικός [agg.]
ιδανικευμένος [agg.] ιδεοληψία {ιδεοληψιώ...
ιδανίκευση {-ης κ. -ε... ιδεολογία {ιδεολογιώ...
ιδανικό [s. nt.] ιδεολογικός [agg.]
ιδανικός [agg.] ιδεολόγος [s. masch. e femm.]
ιδανικότατος [agg.] ιδεώδες [s. nt.]
ιδανικότερος [agg.] ιδεωδέστατος [agg.]
ιδανικότητα [s. femm.] ιδεωδέστερος [agg.]
ιδανικώτατος [agg.] ιδεώδη [s. femm.]
ιδανικώτερος [agg.] ιδεώδης {ιδεώδ-ους...
ιδανισμός [s. masch.] ιδεωδώς [avv.]
ιδέα {ιδεών} ίδια [avv.]
ιδεάζομαι [v. pass.] ιδία [avv.]
ιδεάζω [v. trans.] ιδιαζόντως [avv.]
ιδεαλισμός [s. masch.] ιδιάζων [agg.]
ιδεαλιστής [s. masch.] ιδιαίτατος [agg.]
ιδεαλιστικός [agg.] ιδιαίτερα [avv.]
ιδεαλίστρια {ιδεαλιστρ... ιδιαίτερα [s. nt. pl.]
ιδεασμένος [agg.] ιδιαίτερος {κ. (λόγ.)...
ιδεατός [agg.] ιδιαιτερότητα {ιδιαιτερο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: