Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θετικώτερος [agg.] θηκάρι {θηκαρ-ιού...
Θέτις {Θέτιδ-ος,... θηκαρώνω {θηκάρω-σα...
θετός [agg.] θήκη {θηκών}
θέτω {έθεσα, με... θηλάζω {θήλασ-α, ...
θεώμαι {θεάσαι...... θηλάζω {θήλασ-α, ...
θεωρείο [s. nt.] θηλαίος [agg.]
θεώρετρα [s. femm.] θήλασμα [s. nt.]
θεώρημα {θεωρήμ-ατ... θηλασμένος [agg.]
θεωρηματικός [agg.] θηλασμός [s. masch.]
θεωρημένος [agg.] θηλαστικό [s. nt.]
θεώρηση {-ης κ. -ή... θηλαστικός [agg.]
θεωρητικά [avv.] θήλαστρο {θηλάστρ-ο...
θεωρητικολογώ {θεωρητικο... θηλειά [s. femm.]
θεωρητικοποιω {-είς... |... θηλή [s. femm.]
θεωρητικός [agg.] θήλη [agg.]
θεωρητικός [s. masch. e femm.] θηλιά [s. femm.]
θεωρήτρια {θεωρητριώ... θηλιασμένος [agg.]
θεωρία {θεωριών} θηλομανής [agg.]
θεωρούμαι [v. pass.] θήλυ [s. nt.]
θεωρούμενος [agg.] θηλύκι [s. nt.]
θεωρώ {θεωρ-είς.... θηλυκό [s. nt.]
Θήβα [nome pr. femm.] θηλυκοποίηση [s. femm.]
Θηβαία [s. femm.] θηλυκός [agg.]
θηβαϊκός [agg.] θηλυκότητα {χωρ. πληθ...
Θηβαίος [s. masch.] θηλύκωμα [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: