Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
θεϊστής [s. masch.] θέλω {θέλεις κ....
θεϊστικός [agg.] θέμα {θέμ-ατος ...
θείτσα [s. femm.] θέματα [s. nt. pl.]
θειώδης {θειώδ-ους... θεματική [s. femm.]
θειωμένος [agg.] θεματικός [agg.]
θείωση {-ης κ. -ώ... θεματολογία {θεματολογ...
Θέκλα [nome pr. femm.] θεματοφύλακας {(θηλ. γεν...
θέλγητρα [s. nt. pl.] θεματοφυλάκιο [s. nt.]
θέλγητρο {θελγήτρ-ο... θεμέλια [s. nt. pl.]
θέλγομαι [v. pass.] θεμελιακός [agg.]
θέλγω {έθελξα} (... θεμελιακότητα [s. femm.]
θέλημα {θελήμ-ατο... θεμέλιο {θεμελί-ου...
θεληματάρης [s. masch.] θεμέλιος [agg.]
θεληματεύω [v. trans e intr.] θεμελιώδης {θεμελιώδ-...
θεληματίας [s. masch.] θεμελιωδώς [avv.]
θεληματικά [avv.] θεμελίωμα [s. nt.]
θεληματικός [agg.] θεμελιωμένα [avv.]
θεληματικότητα [s. femm.] θεμελιωμένος [agg.]
θελημένα [avv.] θεμελιώνομαι [v. pass.]
θελημένος [agg.] θεμελιώνω {θεμελίω-σ...
θέληση [-εις] η π... θεμελίωση [-εις]
θελκτικά [avv.] θεμελιωτής [s. masch.]
θελκτικός [agg.] θεμελιώτρια [s. femm.]
θελξικάρδιος [agg.] θεμελιώτρια [s. femm.]
θελός [agg.] Θέμιδα [nome pr. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: