Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ζωσμένος [agg.] ηγεμόνευση [s. femm.]
ζωστήρας [s. masch.] ηγεμονεύω [v. intr.]
ζωτικοκρατία [s. femm.] ηγεμονία {ηγεμονιών...
ζωτικός [agg.] ηγεμονίδα [s. femm.]
ζωτικότατος [agg.] ηγεμονικός [agg.]
ζωτικότερος [agg.] ηγεμονικότητα [s. femm.]
ζωτικότητα [s. femm.] ηγεσία {ηγεσιών}
ζωτικώτατος [agg.] ηγέτες [s. masch. pl.]
ζωτικώτερος [agg.] ηγέτης {ηγετών}
ζωύφιο {ζωυφί-ου ... ηγέτιδα [s. femm.]
ζωφόρος [s. femm.] ηγετικός [agg.]
ζωώδης {ζωώδ-ους ... ηγέτις [s. femm.]
Η, η [s. nt.] ηγή [s. femm.]
η [art.] ηγής [s. femm.]
ή [cong.] ηγήτορας {ηγητόρων}
ή...ή [cong.] ηγιασμένος [agg.]
ήβη [s. femm.] ήγου [cong.]
Ήβη [nome pr. femm.] ηγούμαι [v. intr.]
ηβικός [agg.] ήγουμε [cong.]
ηβλέπω [v. trans e intr.] ηγουμενείο [s. nt.]
ηγαπημένος [agg.] ηγουμένη [s. femm.]
ηγαπημένος [s. masch.] ηγουμενία {ηγουμενιώ...
ηγαπητός [agg.] ηγουμενικός [agg.]
ηγαπώ [v. trans.] ηγούμενος {ηγουμέν-ο...
ηγεμόνας [s. masch.] ήγουν [cong.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: