Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ερπετό [s. nt.] ερυθρό [s. nt.]
ερπετολογία [s. femm.] ερυθροβλάστη {ερυθροβλα...
ερπετολόγος [s. masch. e femm.] ερυθρόδερμος {-ου κ. -έ...
ερπετόν [s. nt.] ερυθρόδερμος {-ου κ. -έ...
έρπης {έρπ-ητα |... ερυθροκύανος [agg.]
έρπητας [s. masch.] ερυθροκύτταρο [s. nt.]
ερπητικός [agg.] ερυθροκυττάρωση [s. femm.]
ερπητοειδής [agg.] ερυθρόλευκος [agg.]
ερπίζω [v. trans.] ερυθρόμορφος [agg.]
έρποντας [avv.] ερυθροπυράκτωση [s. femm.]
ερπύστρια {ερπυστριώ... ερυθροπυρωμένος [agg.]
ερπυστριοφόρος [agg.] ερυθροπυρώνομαι [v. pass.]
έρπω {μόνο σε ε... ερυθροπυρώνω [v. trans.]
έρπων [agg.] ερυθρός λόγ. θηλ. ...
έρρινος [agg.] ερυθροσταυρίτισσα {ερυθροστα...
ερτεί [s. nt.] ερυθρότητα [s. femm.]
ερτζιανός [agg.] ερυθροφρουρός [s. masch.]
ερύθημα {ερυθήμ-ατ... ερυθρωπός [agg.]
ερυθηματώδης {ερυθηματώ... ερύθρωση [s. femm.]
ερυθρά [s. femm.] ερυσίβη {ερυσιβών}
ερυθραιμία {χωρ. πληθ... ερυσιβώδης [agg.]
ερυθραίνομαι (χωρίς μππ... ερυσίπελας {ερυσιπέλα...
ερυθρίαση {-ης κ. -ά... ερυσιπιλατώδης [agg.]
ερυθριώ {ερυθριάς.... έρχομαι {ερχόμουν,...
ερυθριών [agg.] ερχόμενος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: